- ὁμοσκήνῳ
- ὁμόσκηνοςone living in the same tentmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοσκηνώ — ὁμοσκηνῶ, όω (Α) [ομόσκηνος] ζω στην ίδια σκηνή ή στο ίδιο σπίτι με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek